- απόσπασμα
- το (ΑΜ ἀπόσπασμα)μσν.- νεοελλ.τμήμα συγγραφικού κειμένου, χωρίο, περίοδος, φράσηνεοελλ.1. τμήμα στρατού ή χωροφυλακής, το οποίο αποσπάται για την εκτέλεση ειδικής υπηρεσίας2. το εκτελεστικό απόσπασμα στο οποίο ανατίθεται θανατική εκτέλεσηαρχ.1. γεν. κάθε μικρό τμήμα που αποσπάται ή αποχωρίζεται από ένα σύνολο2. κλάδος, υποδιαίρεση φυλής3. σπάσιμο, κάταγμα.
Dictionary of Greek. 2013.